cartridge

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

cartridge (en)

  1. το φυσίγγιο πυροβόλου όπλου
  2. οποιαδήποτε μικρή θήκη για σκόνη ή υγρό ή αέριο που είναι έτοιμη να εισαχθεί σε ένα μηχανισμό ή σε μια συσκευή, πχ η θήκη που περιέχει το μελάνι ενός εκτυπωτή
  3. η κυλινδρική συνήθως θήκη που περιέχει το φιλμ μιας κλασικής φωτογραφικής μηχανής μαζί με έναν μηχανισμό που επιτρέπει το τύλιγμα και ξετύλιγμά του
  4. κασέτα παλιού βιντεοπαιχνιδιού (μόνο ανάγνωσης [κάποιες φορές έχει μνήμη πχ για τα επίπεδα])
  5. πλακέτα ROM (μόνο ανάγνωσης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.