πληθικός αριθμός
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
πληθικός αριθμός αρσενικό
- (θεωρία συνόλων) το πλήθος των αντικειμένων που αποτελούν ένα σύνολο.
Συνώνυμα
- τακτικός αριθμός
Μεταφράσεις
πληθικός αριθμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.