caragol
Καταλανικά (ca)
Ετυμολογία
- caragol < πιθανόν από λατινική cochlea < αρχαία ελληνική κοχλίας. Σχετίζεται με ισπανική και πορτογαλική caracol • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /kə.ɾəˈɡɔl/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.