canon
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
canon
canons
Ουσιαστικό
canon
(en)
(
χριστιανισμός
)
τύπος
του
ιερέα
(
θρησκεία
)
κανόνας
της
Εκκλησίας
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
canon
canons
canon
(fr)
αρσενικό
(
οπλισμός
)
το
κανόνι
η
κάννη
ενός
πιστολιού
(
θρησκεία
)
κανόνας
της
Εκκλησίας
Συγγενικά
canonnade
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.