canon

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
canon canons

Ουσιαστικό

canon (en)

  1. (χριστιανισμός) τύπος του ιερέα
  2. (θρησκεία) κανόνας της Εκκλησίας



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
canon canons

canon (fr) αρσενικό

  1. (οπλισμός) το κανόνι
  2. η κάννη ενός πιστολιού
  3. (θρησκεία) κανόνας της Εκκλησίας

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.