canarino

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

canarino < Canarie

Επίθετο

canarino

  1. (αργκό) σαν υποκοριστικό ή παρωνύμιο σε διάφορα αθλητικά σωματεία
  2. απόχρωση του κίτρινου

Ουσιαστικό

canarino

  1. (πτηνό) το καναρίνι
  2. (αργκό) πληροφοριοδότης της αστυνομίας
  3. το απαλό κίτρινο

Συνώνυμα

  • giallino
  • canario
  • canaria
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.