cadet
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- cadet < capdet
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.dɛ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | cadet | cadets |
| θηλυκό | cadette | cadettes |
cadet (fr)
- δευτερότοκος
- νεότερος από κάποιον
- νεαρός αθλητής, 16-17 ετών
- εκπαιδευόμενος στρατιώτης ή αξιωματικός, εύελπις
Εκφράσεις
- c'est le cadet de mes soucis - το ελάχιστο των προβλημάτων μου, το πιο μικρό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.