cadet

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

cadet < capdet

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.dɛ/
 

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό cadet cadets
θηλυκό cadette cadettes

cadet (fr)

  1. δευτερότοκος
     δείτε τη λέξη  benjamin, puîné, second
  2. νεότερος από κάποιον
  3. νεαρός αθλητής, 16-17 ετών
     δείτε τη λέξη  benjamin, minime, junior
  4. εκπαιδευόμενος στρατιώτης ή αξιωματικός, εύελπις

Εκφράσεις

  • c'est le cadet de mes soucis - το ελάχιστο των προβλημάτων μου, το πιο μικρό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.