brocante

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
brocante brocantes

Ουσιαστικό

brocante (fr) θηλυκό

  1. το παλαιοπωλείο
  2. το παλιατζίδικο
  3. το παζάρι παλαιών αντικειμένων που διοργανώνεται από επαγγελματίες
  4. η πώληση παλαιών αντικειμένων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.