boilerplate
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| boilerplate | boilerplates |
boilerplate (en)
- στερεότυπο κείμενο, τυποποιημένο κείμενο
- κείμενο φόρμας (έτοιμη αίτηση ή έγγραφο με στερεότυπες εκφράσεις)
- (μηχανολογία) έλασμα λέβητα, φύλλο χαλκού ή χάλυβα που χρησιμοποιείται στην κατασκευή ενός λέβητα
- (πληροφορική) συνώνυμο του boilerplate code
-
boilerplate στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.