bitwise
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- bitwise < bit + -wise
Επίρρημα
bitwise (en)
Έκφραση
- bit-wise inverted: δυφιακά αντεστραμμένος [2]
Επίθετο
bitwise (en)
Πολυλεκτικοί όροι
- bytewise
Αναφορές
- «δυφιηδόν» από αναζήτηση «bitwise» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
- Τυποποίηση ορολογίας, σελ. 18. Προσπέλαση 2020-06-21.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.