bastardo

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

bastardo (en)

  1. ο μπάσταρδος
  2. Bastardo Ιταλική πόλη στην επαρχία Περούτζια
  3. (γαστρονομία) πορτογαλική ποικιλία σταφυλιού


Ίντο (io)

Ετυμολογία

bastardo < bastard- + -o

Ουσιαστικό

bastardo (eo)


Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

bastardo (it)

  1. ο μπάσταρδος
  2. Bastardo Ιταλική πόλη στην επαρχία Περούτζια
  3. (γαστρονομία) bastardo del Ggrappa, τύπος τυριού στο Βένετο
  4. (γαστρονομία) τύπος ζαχαροκάλαμου
  5. κοντό σπαθί

Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

bastardo (es)

  1. ο μπάσταρδος
  2. κοντό σπαθί
  3. κερί που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα σε πλοία και τα μαγειρεία.
  4. Bastardo Ιταλική πόλη στην επαρχία Περούτζια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.