avalanche

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

avalanche (en)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
avalanche avalanches

avalanche (fr) θηλυκό

  1. η χιονοστιβάδα
  2. (συνεκδοχικά) η πτώση μιας χιονοστιβάδας
  3. (μεταφορικά) ένας μεγάλος αριθμός (συνήθως δυσάρεστων γεγονότων)

Συγγενικά

  • avalancheux

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.