avalanche
Αγγλικά (en)
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| avalanche | avalanches |
avalanche (fr) θηλυκό
- η χιονοστιβάδα
- (συνεκδοχικά) η πτώση μιας χιονοστιβάδας
- (μεταφορικά) ένας μεγάλος αριθμός (συνήθως δυσάρεστων γεγονότων)
Συγγενικά
- avalancheux
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.