atmosfera
Αλβανικά (sq)
Βασκικά (eu)
Βοσνιακά (bs)
Καταλανικά (ca)
Κροατικά (hr)
Λιθουανικά (lt)
Μαλαϊκά (ms)
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˌatmɔˈsfɛra/
- ⓘ
Ουσιαστικό
atmosfera (pl) θηλυκό
- η ατμόσφαιρα με τις έννοιες:
- αέρια μάζα που περιβάλλει έναν πλανήτη
- (κατ επέκταση) αέρας που περιβάλλει ένα χώρο
- ψυχική διάθεση που επικρατεί
- (φυσική) μονάδα πίεσης
Σαρδηνιακά (sc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.