aspiration
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
aspiration
(en)
η
επιδίωξη
, ο
πόθος
για κάτι ανώτερο, πνευματικό, ιδανικό
η
εισπνοή
η
δάσυνση
(ενός φθόγγου)
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
aspiration
aspirations
Ουσιαστικό
aspiration
(fr)
θηλυκό
η
επιδίωξη
, ο
πόθος
για κάτι ανώτερο, πνευματικό, ιδανικό
η
εισπνοή
η
δάσυνση
(ενός φθόγγου)
Συγγενικά
aspirer
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.