alléluia
Γαλλικά
(fr)
Επιφώνημα
alléluia
(fr)
(
θρησκεία
)
αλληλούια
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
alléluia
alléluias
alléluia
(fr)
αρσενικό
(
θρησκεία
)
το
αλληλούια
(
φυτό
)
φυτό
που
ανθεί
κατά το
Πάσχα
, του οποίου τα
φύλλα
έχουν
υπόξινη
γεύση
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.