alléluia

Γαλλικά (fr)

Επιφώνημα

alléluia (fr)

  1. (θρησκεία) αλληλούια

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
alléluia alléluias

alléluia (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) το αλληλούια
  2. (φυτό) φυτό που ανθεί κατά το Πάσχα, του οποίου τα φύλλα έχουν υπόξινη γεύση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.