affairiste
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
affairiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- επιχειρηματίας χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, που ενδιαφέρεται πάνω απ'όλα για το κέρδος
- Le milieu affairiste. Ο κερδοσκοπικός κύκλος.
Συγγενικά
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.