acquirement

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

acquirement < acquire + -ment

Ουσιαστικό

acquirement (en)

  1. η απόκτηση
  2. το απόκτημα, κάτι το επίκτητο, κάτι που έχειαποκτηθεί, πχ μια ικανότητα που δεν ήταν έμφυτη αλλά καλλιεργήθηκε με τη σπουδή και την άσκηση
     αντώνυμα: genius, gift, talent

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.