about-face
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| about-face | about-faces |
Ουσιαστικό
about-face (en)
- (μεταφορικά) υπαναχώρηση από τις αρχικές απόψεις ή θέσεις, πλήρης μεταστροφή σε σχέση με όσα πριν υποστήριζε κάποιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.