Pascal
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- Pascal < το επώνυμο του Γάλλου μαθηματικού Μπλεζ Πασκάλ (Blaise Pascal) (1623-1662)
Ουσιαστικό
Pascal (en)
- (φυσική) πασκάλ, μονάδα μέτρησης της πίεσης στο SI
- συντομoγραφία: Pa
- δείτε επίσης:
Pascal (unit) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- και Πασκάλ (μονάδα μέτρησης) στην ελληνική Βικιπαίδεια
- (γλώσσες προγραμματισμού) προστακτική, διαδικαστική γλώσσα προγραμματισμού, που δημιουργήθηκε από τον Niklaus Wirth το 1970 και πήρε το όνομά της από προς τιμή του μαθηματικού και φιλοσόφου Μπλεζ Πασκάλ
- δείτε επίσης:
Pascal (programming language στην αγγλική Βικιπαίδεια
- και Pascal (γλώσσα προγραμματισμού) στην ελληνική Βικιπαίδεια
- δείτε επίσης:
Pascal (programming language στην αγγλική Βικιπαίδεια
-
Pascal στη Βικιπαίδεια

-
Pascal στην αγγλική Βικιπαίδεια

-
Blaise Pascal στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μπλεζ Πασκάλ (1623 - 1662), Γάλλος μαθηματικός, φυσικός, συγγραφέας και φιλόσοφος.
Γαλλικά (fr)
Κύριο όνομα
-
Blaise Pascal στη γαλλική Βικιπαίδεια
Μπλεζ Πασκάλ (1623 - 1662), Γάλλος μαθηματικός, φυσικός, συγγραφέας και φιλόσοφος.
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Pascal < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 , φύλλο Miehet kaikki
Φλαμανδικά (vls)
Ετυμολογία
- Pascal < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Pascal < → λείπει η ετυμολογία
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Pascal < → λείπει η ετυμολογία
Πολωνικά (pl)
Ετυμολογία
- Pascal < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.