Linsen
Γερμανικά (de)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
Linsen θηλυκό στον πληθυντικό
- φακές: η κοινή ονομασία για το όσπριο σαν εμπόρευμα και σαν μερίδα φαγητού
Φλαμανδικά (vls)
Ετυμολογία
- Linsen < → λείπει η ετυμολογία
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- Linsen < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.