K.
Διεθνείς όροι
Ετυμολογία
- K. < το αρχικό K με τελεία από το επώνυμο του Ludwig Ritter von Köchel (Κέχελ)
Προφορά
Συντομομορφή
- (μουσική) σύμβολο που προηγείται του αριθμού καταλόγου Κέχελ για τα έργα του συνθέτη W.A. Mozart (Β.Α. Μότσαρτ) από το όνομα του αυστριακού μουσικολόγου Köchel (Κέχελ) που δημιούργησε τον κατάλογο.
- ↪ η σονάτα για πιάνο με αριθμό καταλόγου K.[έχελ] 545 είναι η αγαπημένη σονάτα όλων των παιδιών
- ≈ συνώνυμα: KV (Köchel-Verzeichnis, γερμανικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.