K.

Διεθνείς όροι

Ετυμολογία

K. < το αρχικό K με τελεία από το επώνυμο του Ludwig Ritter von Köchel (Κέχελ)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkœçəl/ γερμανικά δείτε τη λέξη Köchel
ΔΦΑ : /ˈce.çel/ ελληνικά δείτε τη λέξη Κέχελ

Συντομομορφή

K. συντομογραφία

  • (μουσική) σύμβολο που προηγείται του αριθμού καταλόγου Κέχελ για τα έργα του συνθέτη W.A. Mozart (Β.Α. Μότσαρτ) από το όνομα του αυστριακού μουσικολόγου Köchel (Κέχελ) που δημιούργησε τον κατάλογο.
    η σονάτα για πιάνο με αριθμό καταλόγου K.[έχελ] 545 είναι η αγαπημένη σονάτα όλων των παιδιών
     συνώνυμα: KV (Köchel-Verzeichnis, γερμανικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.