Hydra
Πολωνικά (pl)
Ετυμολογία
- Hydra <
- για τη μυθολογία και τον αστερισμό < (λόγιο δάνειο) λατινική Hydra / hydra < αρχαία ελληνική Ὕδρα
- για το νησί < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική Ύδρα < αρχαία ελληνική Ὕδρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxɨdra/
- ⓘ
Κύριο όνομα
Hydra (pl) θηλυκό
- η Ύδρα
- (μυθολογία) η Λερναία Ύδρα
- (αστρονομία) ο φυσικός δορυφόρος του Πλούτωνα
- (αστερισμός) ο μεγαλύτερος από άποψη εκτάσεως αστερισμός
- το νησί του Αργοσαρωνικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.