DSV

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
DSV DSVs

Ετυμολογία

DSV < Deep-Submergence (< submerge) Vehicle

Συντομομορφή

DSV (en) αρκτικόλεξο

Συγγενικά


Γερμανικά (de)

Ετυμολογία

DSV: από τα αρχικά γράμματα όρων ή φράσεων (όπως στους ορισμούς)

Συντομομορφή

DSV (de) αρκτικόλεξο

  • (αθλητισμός):
    1. Deutscher Schwimm-Verband : Γερμανική Κολυμβητική Ένωση (Ομοσπονδία)
    2. Deutscher Skiverband : Γερμανική Χιονοδρομική Ένωση (Ομοσπονδία)
    3. Deutscher Segler-Verband : Γερμανική Ιστιοπλοϊκή Ένωση (Ομοσπονδία)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.