DSV
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| DSV | DSVs |
Συντομομορφή
DSV (en) αρκτικόλεξο
- (ναυτικός όρος) ειδικής κατασκευής επανδρωμένο σκάφος που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη και έχει δικό του σύστημα πρόωσης
Συγγενικά
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- DSV: από τα αρχικά γράμματα όρων ή φράσεων (όπως στους ορισμούς)
Συντομομορφή
DSV (de) αρκτικόλεξο
-
DSV στη γερμανική Βικιπαίδεια
(σελίδα αποσαφήνισης) -
Deutscher Schwimm-Verband (DSV) στη γερμανική Βικιπαίδεια

-
Deutsche Skiverband (DSV) στη γερμανική Βικιπαίδεια

-
Deutsche Segler-Verband (DSV) στη γερμανική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
