DNS
Αγγλικά (en)
Συντομομορφή
DNS (en) αρκτικόλεξο
- (διαδίκτυο) συντομογραφία του Domain Name System
- (πληροφορική, διαδίκτυο) το πρωτόκολλο που χρησιμοποιείται από Domain Name System
- (διαδίκτυο) συντομογραφία του Domain Name Services
- domain name
-
DNS στη Βικιπαίδεια

-
DNS (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.