1G
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- 1G < 1st generation < first generation wireless (περίπου 1980)
Συντομομορφή
1G (en) αρκτικόλεξο
- (τηλεπικοινωνίες) η τεχνολογία του δικτύου των αναλογικών κινητών τηλεφώνων, που μπορούσαν να μεταδώσουν μόνο φωνή [1][2]
Υπώνυμα
Αναφορές
- Αλογάκος Αντώνιος (Σπάρτη 2018), Έλεγχος Ποιότητας Υπηρεσίας (QoS) με δικτυοστρεφή τρόπο σε κινητά δίκτυα 3G/4G, σελ 12. Προσπέλαση 2020-04-15
- Δημοράγκα Θ. Παρασκευή (Θεσσαλονίκη 2011) Πρόσβαση σε υπηρεσίες φωνής video και δεδομένων με τη χρήση των δικτύων WiMAX, σελ. 6. Προσπέλαση 2020-05-22.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.