3G

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

3G < 3rd generation < third generation wireless (περίπου 2002)

Συντομομορφή

3G (en) αρκτικόλεξο

  • (τηλεπικοινωνίες), (κινητή τηλεφωνία) τεχνολογία με μεγαλύτερες ταχύτητες και πρόσβαση στο διαδίκτυο (internet), με υπηρεσίες κειμένου, ήχου και εικόνας [1][2]

  • 1G, 2G, 4G, 5G
  • 3G στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. Αλογάκος Αντώνιος (Σπάρτη 2018), Έλεγχος Ποιότητας Υπηρεσίας (QoS) με δικτυοστρεφή τρόπο σε κινητά δίκτυα 3G/4G, σελ 15. Προσπέλαση 2020-04-15
  2. Δημοράγκα Θ. Παρασκευή (Θεσσαλονίκη 2011) Πρόσβαση σε υπηρεσίες φωνής video και δεδομένων με τη χρήση των δικτύων WiMAX, σελ. 14. Προσπέλαση 2020-05-22.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.