Ιβάν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ιβάν < σλαβικής προέλευσης , όπως από τη ρωσική και τη βουλγαρική Иван (Iván) κ.ά.

Κύριο όνομα

Ιβάν αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Ιβάνα)

  • Ίβαν (από σερβοκροατικά)
  • Άιβαν (από αγγλικά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.