-ωτό

Ελληνικά (el)

ουδέτερα που λήγουν σε -ωτό, -ωτο

επιφώνημα σε -ώτο

εξωτερικοί σύνδεσμοι

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Λεξικό Τριανταφυλλίδη)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.