-ωτό

Ελληνικά (el)
ουδέτερα που λήγουν σε -ωτό, -ωτο
- άζωτο
- αλεξίπτωτο
- επέπρωτο
- ερεισίνωτο
- λιακωτό
- μισόφωτο
- μονόφωτο
- ξέφωτο
- παγωτό
- φουσκωτό
επιφώνημα σε -ώτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.