ἅρχων
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἅρχων < ἅρχω
Ουσιαστικό
ἅρχων αρσενικό
- κυβερνήτης, καπετάνιος
- κυβερνήτης χώρας, βασιλιάς
- ἅρχων Ἀσίας
- ένας από τους εννέα άρχοντες των Αθηνών, συνήθως ο επώνυμος άρχων του έτους
- ένας από τους κυβερνήτες μεγάλων περιοχών στη Συμμαχία της Δήλου
- επί ρωμαϊκής κατοχής, ο Ρωμαίος κυβερνήτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.