ὧδε

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὧδε < ὡς + δέ (το ὡς, εδώ, ως δεικτικό επίρρημα (έτσι) και το δέ, εγκλιτικό μόριο)

Επίρρημα

ὧδε (δεικτικό, τροπικό και τοπικό)

  1. έτσι, ως εξής, κατ' αυτόν τον τρόπο
  2. έως εδώ, προς τα εδώ, από αυτή τη μεριά

Σημειώσεις

  • Το οὕτω είχε παρόμοια αλλά όχι ταυτόσημη έννοια ως τροπικό επίρρημα (σήμαινε δηλαδή "με αυτό τον τρόπο"), όμως το ὦδε αναφερόταν συγκεκριμένα στα επόμενα, σε όσα κατά κανόνα ακολουθούσαν.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.