ὤνιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὤνιος < ὠνή

Επίθετο

ὤνιος,α, ον και αργότερα ος,ος,ον

  1. αυτό που πωλείται, το προϊόν, το εμπόρευμα
    ὤνιον εἶναι: είναι για πούλημα
  2. τα ὤνια: τα ψώνια, τα εμπορεύματα, τα προς πώληση
  3. η αγορά, το εμπορικό κέντρο
    ἐς ὤνιον ἐλθεῖν
  4. ο αργυρώνητος με τη νεοελληνική έννοια, ο πουλημένος, ο δωροδοκημένος, ο εξαγορασμένος,
    τοῦ στρατηγοῦ ὠνίου ὄντος

Εκφράσεις

  • ἴστε ὀρόβους ὄντας ὠνίους (:για μεγάλες ατυχίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.