Ὑδρέα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ὑδρέ
      γενική τῆς Ὑδρέᾱς
      δοτική τῇ Ὑδρέ
    αιτιατική τὴν Ὑδρέᾱν
     κλητική ! Ὑδρέ
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ὑδρέα < ὕδωρ

Κύριο όνομα

Ὑδρέα θηλυκό

  • ιωνικός τύπος: Ὑδρέη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.