ὑψηχής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὑψηχής < ὕψι + ἦχος

Επίθετο

ο και η ὑψηχής, το ὑψηχές

  • που ακούγεται δυνατά, έντονα
  • τὸ ὑψηχές τῶν λόγων
  • ὑψηχέες ἵπποι (ο καλπασμός τους ή όταν χρεμετίζουν με το κεφάλι τους ψηλά)

Συγγενικά

  • ὑψηχέω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.