ὑπουργός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὑπουργός < συνηρημένη μορφή του ὑποεργός < ὑπό + ἔργον

Επίθετο

ὑπουργός, -ός, -όν

  1. που προσφέρει υπηρεσία, που συμβάλλει στο να γίνει κάτι
  2. (ως ουσιαστικό) βοηθός, υπηρέτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.