ὑπουργός
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ὑπουργός
< συνηρημένη μορφή του
ὑποεργός
<
ὑπό
+
ἔργον
Επίθετο
ὑπουργός
, -ός, -όν
που προσφέρει
υπηρεσία
, που συμβάλλει στο να γίνει κάτι
(
ως ουσιαστικό
)
βοηθός
,
υπηρέτης
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.