ὑέργον
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- ὑέργον < → δείτε τη λέξη ἔργον
Ουσιαστικό
ὑέργον ουδέτερο
- κρητικός τύπος του ἔργον
- ※ 3ος πκε αιώνας Επιγραφή στην Κνωσσό @epigraphy.packhum.org
- μἠπιθιθέτω τῶν ὑέργων τὰ τριώ[δελα. τὸ(?)]
καρταῖπος αἰ πρίαιτο κἀποδόμεν λέοι, [ἐν ταῖσ]-
ι π[έ]ντ’ ἀμέραις ἀποδότω ἇι κα πρίαται, κ[αὶ τὸ τῶν]
ὑέργων [τ]ριώδελον κατ’ ἁμέραν ἕκαστο[ν τὸ καρ]-
ταῖπο[ς
- μἠπιθιθέτω τῶν ὑέργων τὰ τριώ[δελα. τὸ(?)]
- ※ 3ος πκε αιώνας Επιγραφή στην Κνωσσό @epigraphy.packhum.org
Κλίση
κλιτικοί τύποι:
- γενική πληθυντικού: ὑέργων
Σημειώσεις
Πηγές
- ὑέργον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.