ὑέργον

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ὑέργον <  δείτε τη λέξη ἔργον

Ουσιαστικό

ὑέργον ουδέτερο

  • κρητικός τύπος του ἔργον
      3ος πκε αιώνας Επιγραφή στην Κνωσσό @epigraphy.packhum.org
    μἠπιθιθέτω τῶν ὑέργων τὰ τριώ[δελα. τὸ(?)]
    καρταῖπος αἰ πρίαιτο κἀποδόμεν λέοι, [ἐν ταῖσ]-
    ι π[έ]ντ’ ἀμέραις ἀποδότω ἇι κα πρίαται, κ[αὶ τὸ τῶν]
    ὑέργων [τ]ριώδελον κατ’ ἁμέραν ἕκαστο[ν τὸ καρ]-
    ταῖπο[ς

Κλίση

κλιτικοί τύποι:

  • γενική πληθυντικού: ὑέργων

Σημειώσεις

  • Καθώς το ύψιλον χρησιμοποιείτο για τη γραπτή απόδοση του ήχου του δίγαμμα, πιθανώς η λέξη δεν είχε δασεία κι ήταν ὐέργον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.