ϝέργον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
ϝέργον
- δωρικός τύπος του ἔργον
- ※ Επιγραφή στην Τροιζήνα[1]
- Πραξιτέλει τόδε μνᾶμα ϝίσοˉν ποίϝεˉσε θανό[ντι·
τ]οῦτο δ’ ἐταῖροι σᾶμα χέαν, βαρ̣έα στενάχοντες,
ϝέργοˉν ἀντ’ ἀγ[α]θο͂ν, κἐπάμερον ἐξετέλεσ(σ)α[ν].
- Πραξιτέλει τόδε μνᾶμα ϝίσοˉν ποίϝεˉσε θανό[ντι·
- ※ Επιγραφή στην Τροιζήνα[1]
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.