Ἰωλκός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἰωλκός
      γενική τῆς Ἰωλκοῦ
      δοτική τῇ Ἰωλκ
    αιτιατική τὴν Ἰωλκόν
     κλητική ! Ἰωλκέ
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἰωλκός < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ἰωλκός θηλυκό

  • επικός τύπος: Ἰαωλκός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.