Ἰωλκός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἰωλκός | ||
| γενική | τῆς | Ἰωλκοῦ | ||
| δοτική | τῇ | Ἰωλκῷ | ||
| αιτιατική | τὴν | Ἰωλκόν | ||
| κλητική ὦ! | Ἰωλκέ | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ἰωλκός < → λείπει η ετυμολογία
- επικός τύπος : Ἰαωλκός
Πηγές
- Ἰωλκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.