ἱμάσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἱμάσσω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἱμάσσω
- μαστιγώνω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 280 (280-283)
- Ὣς ἔφαθ᾽, ἡνίοχος δ᾽ ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους | νῆας ἔπι γλαφυράς· τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην· | ἄφρεον δὲ στήθεα, ῥαίνοντο δὲ νέρθε κονίῃ, | τειρόμενον βασιλῆα μάχης ἀπάνευθε φέροντες.
- Είπε και αυτός εράβδισε τους ίππους προς τα πλοία, | και αυτοί πετάξαν πρόθυμοι· τα στήθη τους αφρίζαν | και ο κονιορτός τούς έραινεν ενώ τον βασιλέα | μακράν της μάχης έφερναν σκληρά βασανισμένον.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ὣς ἔφαθ᾽, ἡνίοχος δ᾽ ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους | νῆας ἔπι γλαφυράς· τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην· | ἄφρεον δὲ στήθεα, ῥαίνοντο δὲ νέρθε κονίῃ, | τειρόμενον βασιλῆα μάχης ἀπάνευθε φέροντες.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 280 (280-283)
- (γενικότερα) χτυπώ δυνατά
- (για τον Δία) χτυπώ με κεραυνούς
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἱμάς
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἱμάσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱμάσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.