ἰσόμοιρος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἰσόμοιρος
<
ἴσος
+
μοῖρα
(μερίδιο)
Επίθετο
ὁ και ἡ
ἰσόμοιρος
,ον
που παίρνει από
ίσο
μερίδιο
, που
μετέχει
σε κάτι
εξίσου
με τους άλλους ή με έναν άλλον
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.