ἠγνοηκώς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Χρόνοι | Απαρέμφατο | μετοχή |
|---|---|---|
| Ενεργ. Ενεστώτας
Μέσος Ενεστώτας |
ἀγνοεῖν | ἀγνοῶν -οῦσα, -οῦν
ἀγνοούμενος -μένη -νον |
| Ενεργ. Μέλλοντας
Μέσος Μέλλοντας |
ἀγνοήσειν | ἀγνοήσων, -σα, σον
ἀγνοησόμενος -νη, -ον |
| Ενεργ. Αόριστος
Μέσος - Παθ. Αόριστος |
ἀγνοῆσαι | ἀγνοήσας -σα, -σαν
ἀγνοηθείς -α-έν |
| Ενεργ. Παρακείμενος
Μέσος Παρακείμενος |
ἠγνοηκέναι | ἠγνοηκώς -υῖα, -ός
ἠγνοημένος, -η, -ο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.