ἐρημότοπος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἐρημότοπος < ἐρημό- + -τοπος
ἐρημότοπος > νέα ελληνική: ερημότοπος

Ουσιαστικό

ἐρημότοπος αρσενικό

  • τόπος ακατοίκητος, έρημος
      Ἐκεῖ εἰς τὸν ἐρημότοπον καὶ εἰς τα θαλασσοβράχια
    Ανώνυμος, 13ος-15ος αιώνας, Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης, Neapolitanus (αρχές 16ου αιώνα), 2922

Κλιτικοί τύποι

  • τὸν ἐρημότοπον (αιτιατική ενικού)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.