ἐπεισόδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐπεισόδιον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἐπεισόδιος

Ουσιαστικό

ἐπεισόδιον ουδέτερο

  1. η παρεμβολή μέσα στο λόγο
  2. (ειδικότερα) παρενθετική, επεξηγηματική πρόσθεση μέσα στην αλληλουχία του ποιήματος
  3. (συνεκδοχικά) το μέρος της τραγωδίας που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα χορικά τμήματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.