ἐπί τοῦ παρόντος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Επίρρημα
ἐπὶ τοῦ παρόντος
- (καθαρεύουσα) → δείτε επί του παρόντος
- ※ Οἱ ἄχρι τοῦδε κανονισμοὶ τῶν νομισμάτων εἶναι ἄκυροι διὰ τὸ μέλλον, ἐκτός μόνον τῶν ἀφορώντων τὰς προσδιωρισμένας καὶ ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰς πλήρη ἐνέργειαν μενούσας ποινὰς, κατὰ τὸ Δ′ κεφάλαιον τοῦ Ἀπανθίσματος τῶν ἐγκληματικῶν.
- ≋ ταυτόσημα: πρὸς τὸ παρόν, κατὰ τὸ παρόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίρρημα
ἐπὶ τοῦ παρόντος
- στο παρόν, επί του παρόντος, προς το παρόν
- ※ 4/3ος π.Χ. αιώνας, Ἐπίκουρος, Κύριαι Δόξαι, 35
- Οὐκ ἔστι τὸν λάθρα τι ποιοῦντα ὧν συνέθεντο πρὸς ἀλλήλους εἰς τὸ μὴ βλάπτειν μηδὲ βλάπτεσθαι πιστεύειν ὅτι λήσει͵ κἂν μυριάκις ἐπὶ τοῦ παρόντος λανθάνῃ· μέχρι γὰρ καταστροφῆς ἄδηλον εἰ καὶ λήσει.
- ≈ συνώνυμα: νῦν, νυνί, ἔτι
- ※ 4/3ος π.Χ. αιώνας, Ἐπίκουρος, Κύριαι Δόξαι, 35
Εκφράσεις
- ἀφείσθω ἐπὶ τοῦ παρόντος: ας το αφήσουμε προς το παρόν
Πηγές
- αφίημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.