ἐξαιτέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἐξαιτέω / ἐξαιτῶ
- απαιτώ ή ζητώ από κάποιον
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, 586
- ἀλλ᾽ ἐν βραχεῖ δὴ τήνδε μ᾽ ἐξαιτῇ χάριν.
- Μα η χάρη αυτή, που μου ζητάς, πολύ μικρή είναι χάρη.
- Μετάφραση (1911): Ηλίας Βουτιερίδης @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἐν βραχεῖ δὴ τήνδε μ᾽ ἐξαιτῇ χάριν.
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, 586
- (στη μέση φωνή) (+ απαρέμφατο) ικετεύω ώστε να αποκτήσω, να επιτύχω
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἑκάβη, 49-50
- τοὺς γὰρ κάτω σθένοντας ἐξῃτησάμην | τύμβου κυρῆσαι κἀς χέρας μητρὸς πεσεῖν.
- Γύρεψα απ᾽ τους θεούς του Κάτω Κόσμου | τάφο να βρω και να πέσω στα χέρια της μάνας μου·
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής @greek‑language.gr
- τοὺς γὰρ κάτω σθένοντας ἐξῃτησάμην | τύμβου κυρῆσαι κἀς χέρας μητρὸς πεσεῖν.
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἑκάβη, 49-50
- (στη μέση φωνή) (+ αιτ. πραγμ.) αποτρέπω, αποκρούω ικετεύοντας
- (στη μέση φωνή) ζητώ για τον εαυτό μου, απαιτώ
- (στη μέση φωνή) ζητώ ως χάρη, κερδίζω τη συγνώμη κάποιου ή την άφεση
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Ἠλέκτρα, 655-656
- ταῦτ᾽, ὦ Λύκει᾽ Ἄπολλον, ἵλεως κλύων | δὸς πᾶσιν ἡμῖν ὥσπερ ἐξαιτούμεθα.
- Καλόγνωμος, Λύκειε Απόλλωνα, άκου αυτές μου τις ευχές | και δώσε σ᾽ όλους εμάς καθώς σου τα παρακαλούμε.
- Μετάφραση (1936): Ι.Ν. Γρυπάρης @greek‑language.gr
- ταῦτ᾽, ὦ Λύκει᾽ Ἄπολλον, ἵλεως κλύων | δὸς πᾶσιν ἡμῖν ὥσπερ ἐξαιτούμεθα.
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Ἠλέκτρα, 655-656
Συγγενικά
- ἀντεξαιτέω
- ἐξαίτησις
- ἐξαιτητέον
- προεξαιτέω
Πηγές
- ἐξαιτέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐξαιτέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.