ἐντόσθια

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ ἐντόσθι
      γενική τῶν ἐντοσθίων
      δοτική τοῖς ἐντοσθίοις
    αιτιατική τὰ ἐντόσθι
     κλητική ! ἐντόσθι
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐντόσθια < ουδέτερο του ἐντόσθιος

Ουσιαστικό

ἐντόσθια ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.