ἐντρεχής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐντρεχής τὸ ἐντρεχές οἱ, αἱ ἐντρεχεῖς τὰ ἐντρεχ
Γενική τοῦ, τῆς ἐντρεχοῦς τοῦ ἐντρεχοῦς τῶν ἐντρεχῶν τῶν ἐντρεχῶν
Δοτική τῷ, τῇ ἐντρεχεῖ τῷ ἐντρεχεῖ τοῖς, ταῖς ἐντρεχέσι(ν) τοῖς ἐντρεχέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐντρεχ τὸ ἐντρεχές τοὺς, τὰς ἐντρεχεῖς τὰ ἐντρεχ
Κλητική ἐντρεχές ἐντρεχές ἐντρεχεῖς ἐντρεχ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐντρεχεῖ
Γενική-Δοτική ἐντρεχοῖν

Ετυμολογία

ἐντρεχής < ἐντρέχω < τρέχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰregʰ-

Επίθετο

ἐντρεχής, -ής, -ές

  1. γρήγορος, γοργός
  2. (κατ’ επέκταση) έξυπνος, ικανός

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.