ἐμμανής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐμμανής | τὸ ἐμμανές | οἱ, αἱ ἐμμανεῖς | τὰ ἐμμανῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἐμμανοῦς | τοῦ ἐμμανοῦς | τῶν ἐμμανῶν | τῶν ἐμμανῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἐμμανεῖ | τῷ ἐμμανεῖ | τοῖς, ταῖς ἐμμανέσι(ν) | τοῖς ἐμμανέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐμμανῆ | τὸ ἐμμανές | τοὺς, τὰς ἐμμανεῖς | τὰ ἐμμανῆ |
| Κλητική | ἐμμανές | ἐμμανές | ἐμμανεῖς | ἐμμανῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐμμανεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | ἐμμανοῖν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.