ἐκ διαμέτρου
Αρχαία ελληνικά (grc)
Έκφραση
ἐκ διαμέτρου
- (ελληνιστική κοινή) εντελώς αντίθετος ή διαφορετικός
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 19, 14 Κατάπλους ἢ Τύραννος @wikisource
- ἄλλως τε οὐδ᾽ ὅμοια τἀμὰ τοῖς τῶν πλουσίων· ἐκ διαμέτρου γὰρ ἡμῶν οἱ βίοι, φασίν·
- Άλλωστε ούτε και είναι όμοια τα δικά μου με των πλουσίων. Οι ζωές μας είναι, όπως λένε, εκ διαμέτρου αντίθετες.
- Μετάφραση (2002): Δημήτρης Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr
- ἄλλως τε οὐδ᾽ ὅμοια τἀμὰ τοῖς τῶν πλουσίων· ἐκ διαμέτρου γὰρ ἡμῶν οἱ βίοι, φασίν·
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 19, 14 Κατάπλους ἢ Τύραννος @wikisource
- στα αρχαία ελληνικά: ἐκ διαμέτρου ἀντικείμενος
- στα νέα ελληνικά: εκ διαμέτρου αντίθετος
- στα νέα ελληνικά: διαμετρικά αντίθετος
- στην καθαρεύουσα: διαμετρικῶς ἀντίθετος
Πηγές
- διάμετρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάμετρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.