ἐκλεκτικότης
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐκλεκτικότης | αἱ | ἐκλεκτικότητες | ||||
| γενική | τῆς | ἐκλεκτικότητος | τῶν | ἐκλεκτικοτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | ἐκλεκτικότητι | ταῖς | ἐκλεκτικότησι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἐκλεκτικότητα | τὰς | ἐκλεκτικότητας | ||||
| κλητική ὦ! | ἐκλεκτικότης | ἐκλεκτικότητες | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἐκλεκτικότης < ελληνιστική κοινή ἐκλεκτικ(ός) + -ότης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.