Ἀχαιοί
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Ἀχαιοί < πληθυντικός αριθμός του Ἀχαιός
Κύριο όνομα
Ἀχαιοί αρσενικό πληθυντικός
- (εθνωνύμιο) μία από τις τέσσερις φυλές (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς) του αρχαίου ελλαδικού χώρου που αποτέλεσαν το πρώιμο ελληνικό έθνος
- (στον Όμηρο) περιληπτικό όνομα για όλα τα ελληνικά φύλα στον Τρωικό Πόλεμο
- απόγονοι του μυθικού Ἀχαιοῦ
-
Αχαιοί στη Βικιπαίδεια

- Δαναοί
Πηγές
- Ἀχαιοί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.