ἇλιξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- ἇλιξ < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἇλιξ
- δωρικός τύπος του ἧλιξ
- (με τη σημασία) αυτός που βρίσκεται στην ίδια ηλικία, συνομήλικος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 1. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 62 (1.61-1.65)
- ὅτι κλέψαις | ἁλίκεσσι συμπόταις | νέκταρ ἀμβροσίαν τε | δῶκεν, οἷσιν ἄφθιτον | θέν νιν.
- γιατί απ᾽ τους θεούς έκλεψε | κι έδωσε στους συνομηλίκους συμπότες | νέκταρ και αμβροσία, | αυτά που τον είχαν κάνει αθάνατο.
- Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ὅτι κλέψαις | ἁλίκεσσι συμπόταις | νέκταρ ἀμβροσίαν τε | δῶκεν, οἷσιν ἄφθιτον | θέν νιν.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 3. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ (κέλητι), 18 (3.18-3.20)
- ἅλικες | οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι | ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ᾽ ἀοιδαῖς·
- που οι συνομήλικες | οι φίλες της παρθένες | προς το βραδάκι, κατά το έθιμο, τους γλυκοτραγουδούνε.
- Μετάφραση (2000): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ἅλικες | οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι | ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ᾽ ἀοιδαῖς·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 1. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 62 (1.61-1.65)
- (με τη σημασία) ίσος, όμοιος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Βακχυλίδης, Ωδή 8, Λιπαρίωνι Κεῖῳ, 22-25 @perseus.tufts.edu
- οὔτις ἀνθρώπων κ[αθ᾽ Ἕλλα-
νας ἐν ἅλικι χρόνῳ
παῖς ἐὼν ἀνήρ τε π[λεῦ-
νας ἐδέξατο νίκας.
- οὔτις ἀνθρώπων κ[αθ᾽ Ἕλλα-
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Βακχυλίδης, Ωδή 8, Λιπαρίωνι Κεῖῳ, 22-25 @perseus.tufts.edu
Πηγές
- ἇλιξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἇλιξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.